↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολεξικοποιημένο ρήμα τα απολεξικοποιημένα ρήματα
      γενική του απολεξικοποιημένου ρήματος των απολεξικοποιημένων ρημάτων
    αιτιατική το απολεξικοποιημένο ρήμα τα απολεξικοποιημένα ρήματα
     κλητική απολεξικοποιημένο ρήμα απολεξικοποιημένα ρήματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απολεξικοποιημένο ρήμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική delexicalised verb → δείτε τις λέξεις απολεξικοποιημένος και ρήμα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

απολεξικοποιημένο ρήμα ουδέτερο

  • (γλωσσολογία) ρήμα που συντάσσεται συνήθως με ουσιαστικό που φέρει την κυρία σημασία
    βγάζω φωνή (φωνάζω), βλέπω όνειρο (ονειρεύομαι), παίρνω απόφαση (αποφασίζω), δίνω εξέταση (εξετάζομαι), κάνω γυμναστική (γυμνάζω), έχω τη συνήθεια (συνηθίζω), νιώθω ντροπή (ντρέπομαι), βάζω φωτιά (ανάβω)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Συχνά απολεξικοποιημένα ρήματα χρησιμοποιούνται με ξένους όρους στην καθομιλουμένη λ.χ. κάνω ντουζ (καταιονίζομαι), φαινόμενο που οφείλεται συνήθως στην απουσία ενός ρήματος που εκφράζει αυτό που θέλει ο ομιλητής π.χ. κάνω ντεμπαρασάζ/γιόγκα αλλά και συχνά απλώς από έλλειψη σκέψεως και την ανάγκη να εκφράσει κάτι χωρίς να το πολυσκεφτεί. Τα ρήματα που χρησιμοποιούνται στον σχηματισμό απολεξικοιποιημένων ρημάτων είναι τα βασικότερα της ελληνικής γλώσσας όπως κάνω, δίνω, βγάζω, παίρνω, έχω, βάζω, νιώθω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία