Ετυμολογία

επεξεργασία
γιόγκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική yoga < σανσκριτική योग[1] (από ρίζα που σημαίνει ζευγνύω για τα ζώα στους αγρούς. Επίσης, ένωση ψυχής και σώματος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιόγκα θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία