Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιόγκι < γιόγκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιόγκι αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία