Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκητεύω < ασκητής

  Ρήμα επεξεργασία

ασκητεύω

  1. ζω σαν ασκητής, με εγκράτεια και λιτότητα
  2. είμαι ασκητής
    ασκήτεψε στο Άγιο Όρος για είκοσι χρόνια, μέχρι τον θάνατό του

  Μεταφράσεις επεξεργασία