↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινδικός η ινδική το ινδικό
      γενική του ινδικού της ινδικής του ινδικού
    αιτιατική τον ινδικό την ινδική το ινδικό
     κλητική ινδικέ ινδική ινδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινδικοί οι ινδικές τα ινδικά
      γενική των ινδικών των ινδικών των ινδικών
    αιτιατική τους ινδικούς τις ινδικές τα ινδικά
     κλητική ινδικοί ινδικές ινδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ινδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἰνδικός[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε Ινδία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ινδικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με την Ινδία ή την ομώνυμη χερσόνησο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία