Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ινδικός, στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η ινδική γλώσσα, μία από τις επίσημες γλώσσες που μιλιούνται στην Ινδία → δείτε τη λέξη χίντι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ινδικά