faraway look
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
faraway look | faraway looks |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfɑː.rəˌweɪ ˈlʊk/ & /ˈfɑː.rə.weɪ ˈlʊk/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈfɑːr.əˌweɪ ˈlʊk/ & /ˌfɑːr.ə.weɪ ˈlʊk/ (ΗΠΑ)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
faraway look (en) → δείτε τις λέξεις faraway και look
- το βλέμμα κάποιου που δείχνει πως είναι στον κόσμο του, ότι δεν προσέχει τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω του
Πηγές επεξεργασία
- faraway look - Cambridge Dictionary online