stare
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stare | stares |
stare (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | stare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stares |
αόριστος | stared |
παθητική μετοχή | stared |
ενεργητική μετοχή | staring |
stare (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 167, 457-458, 529. ISBN 9780194325684., λήμμα: βλέμμα, κοιτάζω, ματιά
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
stare (it)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
stare (la)
- απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος sto