ενεστώτας gawk
γ΄ ενικό ενεστώτα gawks
αόριστος gawked
παθητική μετοχή gawked
ενεργητική μετοχή gawking

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɔːk/

gawk (en)

  • χάσκω, κοιτάζω ή χαζεύω κάτι χαζά και ανοίγω το στόμα διάπλατα με έκπληξη
    ⮡  What are they all gawking at?
    Γιατί χάσκουν όλοι αυτοί;
    ⮡  Don’t gawk at it, do something!
    Μη χάσκεις, κάνε κάτι!
    ⮡  He was gawking at store window.
    Κοίταζε με το στόμα ανοιχτό μια βιτρίνα.
    ⮡  He stood and gawked at the traffic.
    Στάθηκε και χάζευε την κίνηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stare
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 957, 966. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κοιτάζω, χαζεύω, χάσκω