Δείτε επίσης: look-a-like, look-alike, look alike
      ενικός         πληθυντικός  
lookalike lookalikes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lookalike < look + alike → δείτε και τη λέξη look alike. (μαρτυρείται από το 1904)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlʊk.ə.laɪk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lookalike (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. lookalike - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  2. Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.