doppelganger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doppelganger | doppelgangers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- doppelganger < (άμεσο δάνειο) γερμανική Doppelgänger.
- με την 1η σημασία η λέξη μαρτυρείται από το 1826[1]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
doppelganger (en)
- o/η σωσίας
- ≈ συνώνυμα: dead ringer, doppelgänger, double και lookalike
- ένα φανταστικό πνεύμα που μοιάζει με κάποιο ζωντανό άτομο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ doppelganger - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Πηγές
επεξεργασία
- doppelganger - Cambridge Dictionary online