Δείτε επίσης: doppelgänger, Doppelgänger
      ενικός         πληθυντικός  
doppelganger doppelgangers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
doppelganger < (άμεσο δάνειο) γερμανική Doppelgänger.
  • με την σημασία η λέξη μαρτυρείται από το 1826[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdɒp.əlˌɡæŋ.ər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈdɑː.pəlˌɡæŋ.ɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

doppelganger (en)

  1. o/η σωσίας
     συνώνυμα:  dead ringer, doppelgänger, double και lookalike
  2. ένα φανταστικό πνεύμα που μοιάζει με κάποιο ζωντανό άτομο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. doppelganger - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)