Δείτε επίσης: doppelganger, Doppelgänger
      ενικός         πληθυντικός  
doppelgänger doppelgängers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
doppelgänger < (άμεσο δάνειο) γερμανική Doppelgänger

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdɒp.əlˌɡæŋ.ər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈdɑː.pəlˌɡæŋ.ɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

doppelgänger (en)