doppelgänger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doppelgänger | doppelgängers |
Ετυμολογία
επεξεργασία- doppelgänger < (άμεσο δάνειο) γερμανική Doppelgänger
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdɒp.əlˌɡæŋ.ər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈdɑː.pəlˌɡæŋ.ɚ/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdoppelgänger (en)
- άλλη γραφή του doppelganger με διαλυτικά μεταφωνίας κατά τη γερμανική γραφή Doppelgänger
Πηγές
επεξεργασία- doppelgänger - Cambridge Dictionary online
- doppelgänger - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- doppelgänger - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)