dead ringer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dead ringer | dead ringers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαdead ringer (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) ο σωσίας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη doppelganger
ενικός | πληθυντικός |
dead ringer | dead ringers |
dead ringer (en)