Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lʊks/
 

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

looks (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

looks (en)

  • τα φαινόμενα, η εμφάνιση, η ελκυστικότητα κάποιου
    ⮡  You must not judge by looks.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
    ⮡  Looks are deceiving.
    Τα φαινόμενα απατούν.

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

looks (en)



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

looks (fr)