ενεστώτας drop in
γ΄ ενικό ενεστώτα drops in
αόριστος dropped in
παθητική μετοχή dropped in
ενεργητική μετοχή dropping in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
drop in < → δείτε τις λέξεις drop και in

drop in (en)

  • περνάω από κάποιον, κάνω σύντομη επίσκεψη
    ⮡  He drops in frequently to see us and chat over a glass of ouzo.
    Περνάει συχνά να μας δει και να τα πούμε πίνοντας κάνα ουζάκι.
    ⮡  Some friends dropped in for a cup of coffee/to see us.
    Πέρασαν κάτι φίλοι για καφεδάκι/να μας δουν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by