drop in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | drop in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drops in |
αόριστος | dropped in |
παθητική μετοχή | dropped in |
ενεργητική μετοχή | dropping in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdrop in (en)
- περνάω από κάποιον, κάνω σύντομη επίσκεψη
Πηγές
επεξεργασία- drop in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ