convincing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | convincing |
συγκριτικός | more convincing |
υπερθετικός | most convincing |
convincing (en)
- πειστικός
- ⮡ Her forensic reasoning was convincing.
- Ο δικανικός της λόγος ήταν πειστικός.
- ⮡ Her forensic reasoning was convincing.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαconvincing (en)