ενεστώτας persuade
γ΄ ενικό ενεστώτα persuades
αόριστος persuaded
παθητική μετοχή persuaded
ενεργητική μετοχή persuading

persuade (en)

  1. πείθω, παρακινώ, προτρέπω, κάνω να κάνει κάποιον κάτι παρέχοντας καλά επιχειρήματα
    I could not persuade him to have dinner with us.
    Δεν τον έπεισα να φάει μαζί μας.
    His friends persuaded him to steal.
    Τον παρακίνησαν οι φίλοι του να κλέψει.
    He persuaded the workers to go on strike.
    Προέτρεπε τους εργάτες να απεργήσουν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  2. πείθω, κάνω επιτυχώς κάποιον να αλλάξει γνώμη
    I persuaded him that you are right.
    Τον έπεισα ότι έχεις δίκιο.
    I am persuaded that…
    Είμαι πεισμένος ότι…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince