Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
persuasion persuasions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

persuasion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η πειθώ, η ικανότητα κάποιου να πείθει
    the art of persuasion - τέχνη της πειθούς
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οι πεποιθήσεις, σύνολο ιδεών που υποστηρίζει κάποιος ή κάποια ομάδα
    people of all religious persuasions - άνθρωποι όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

persuasion (fr) θηλυκό