Δείτε επίσης: Πειθώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πειθώ
      γενική της πειθώς
πειθούς
    αιτιατική την πειθώ
     κλητική πειθώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Δείτε και την Πειθώ.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειθώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πειθώ θηλυκό

  1. η ικανότητα κάποιου να πείθει
  2. η πειστικότητα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πείθω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         ενικός  
διαλεκτικοί τύποι
ονομαστική πειθώ
      γενική τῆς πειθόος
πειθοῦς
      δοτική τῇ πειθοῖ
    αιτιατική τὴν πειθώ ιωνικός: πειθοῦν
     κλητική ! πειθοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειθώ < πείθ(ω) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πειθώ θηλυκό

  1. η πειθώ
  2. ευφράδεια, ευγλωττία
  3. επιχείρημα, επιχειρηματολογία
  4. υπακοή, υποταγή

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία