Δείτε επίσης: Πειθώ
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πειθώ
      γενική της πειθώς
& πειθούς
    αιτιατική την πειθώ
     κλητική πειθώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Δείτε και την Πειθώ.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πειθώ θηλυκό

  1. η ικανότητα κάποιου να πείθει
  2. η πειστικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πείθω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         ενικός  
διαλεκτικοί τύποι
ονομαστική πειθώ
      γενική τῆς πειθόος
& πειθοῦς
      δοτική τῇ πειθοῖ
    αιτιατική τὴν πειθώ ιωνικός: πειθοῦν
     κλητική ! πειθοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πειθώ < πείθ(ω) +

Ουσιαστικό

επεξεργασία