Δείτε επίσης: εὐφράδεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευφράδεια οι ευφράδειες
      γενική της ευφράδειας των ευφραδειών
    αιτιατική την ευφράδεια τις ευφράδειες
     κλητική ευφράδεια ευφράδειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευφράδεια < ελληνιστική κοινή εὐφράδεια < αρχαία ελληνική εὐφραδής < εὖ + φράζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευφράδεια θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία