Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευφράδεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εὐφράδεια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ευφράδει
α
οι
ευφράδει
ες
γενική
της
ευφράδει
ας
των
ευφραδει
ών
αιτιατική
την
ευφράδει
α
τις
ευφράδει
ες
κλητική
ευφράδει
α
ευφράδει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευφράδεια
<
ελληνιστική κοινή
εὐφράδεια
<
αρχαία ελληνική
εὐφραδής
<
εὖ
+
φράζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευφράδεια
θηλυκό
η
ικανότητα
να εκφράζεται κανείς με
άνεση
, η
ευχέρεια
λόγου
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευγλωττία
Αντώνυμα
επεξεργασία
δυσφράδεια
Συγγενικά
επεξεργασία
ευφραδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευφράδεια
αγγλικά
:
eloquence
(en)
γαλλικά
:
éloquence
(fr)
γερμανικά
:
Redegewandtheit
(de)
,
Eloquenz
(de)
,
Ausdrucksfähigkeit
(de)