δυσφράδεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσφράδεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσφράδεια ή μεσαιωνική. Συγχρονικά αναλύεται σε + φραδ- (αρχαία ελληνική φράζω) + -εια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðisˈfɾa.ði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐φρά‐δει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσφράδεια θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσφράδεια
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσφράδεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσφράδεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσφράδεια θηλυκό
- δυσκολία στην προφορά, δυσφράδεια
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φράσις
Πηγές
επεξεργασία- δυσφράδεια - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δυσφράδειᾰ | αἱ | δυσφράδειαι |
γενική | τῆς | δυσφραδείᾱς | τῶν | δυσφραδειῶν |
δοτική | τῇ | δυσφραδείᾳ | ταῖς | δυσφραδείαις |
αιτιατική | τὴν | δυσφράδειᾰν | τὰς | δυσφραδείᾱς |
κλητική ὦ! | δυσφράδειᾰ | δυσφράδειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσφραδείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσφραδείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσφράδεια < δυσφραδ(ής) + -εια με δυσ- + φραδ- (αρχαία ελληνική φράζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσφράδεια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) δυσκολία στην προφορά, δυσφράδεια
Πηγές
επεξεργασία- δυσφράδεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.