Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσφρασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
δυσφράδεια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δυσφρασί
α
οι
δυσφρασί
ες
γενική
της
δυσφρασί
ας
των
δυσφρασι
ών
αιτιατική
τη
δυσφρασί
α
τις
δυσφρασί
ες
κλητική
δυσφρασί
α
δυσφρασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσφρασία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
dysphasia
<
αρχαία ελληνική
δυσ-
+
φράσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυσφρασία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
δυσκολία
στην
ομιλία
ή στην
παραγωγή
κατανοητού
λόγου
για διάφορες αιτίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσφρασία
αγγλικά
:
dysphasia
(en)
πολωνικά
:
dysfrazja
(pl)