Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απείθεια οι απείθειες
      γενική της απείθειας των απειθειών
    αιτιατική την απείθεια τις απείθειες
     κλητική απείθεια απείθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απείθεια < αρχαία ελληνική ἀπείθεια < ἀπειθής < στερητικό α- + πείθω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απείθεια θηλυκό

  • η άρνηση υπακοής σε κανόνες και διαταγές
είναι τιμωρημένος με περιορισμό για απείθεια

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία