• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πειστικότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πειστικότητα οι πειστικότητες
      γενική της πειστικότητας των πειστικοτήτων
    αιτιατική την πειστικότητα τις πειστικότητες
     κλητική πειστικότητα πειστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πειστικότητα < πειστικός + -ότητα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πειστικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα ή η ικανότητα του πειστικού, το να είναι κάποιος πειστικός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πειστικότητα
  • γαλλικά : conviction (fr), aptitude (fr) à persuader (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πειστικότητα&oldid=7113387"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:27

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:27.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας