Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πειστικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πειστικότητ
α
οι
πειστικότητ
ες
γενική
της
πειστικότητ
ας
των
πειστικοτήτ
ων
αιτιατική
την
πειστικότητ
α
τις
πειστικότητ
ες
κλητική
πειστικότητ
α
πειστικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πειστικότητα
<
πειστικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πειστικότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
ή η
ικανότητα
του
πειστικού
, το να είναι κάποιος
πειστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πειστικότητα
γαλλικά
:
conviction
(fr)
,
aptitude
(fr)
à
persuader
(fr)