conviction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conviction | convictions |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
conviction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η καταδίκη
- ⮡ The conviction of the accused surprised us.
- Η καταδίκη του κατηγορουμένου μας εξέπληξε.
- ⮡ There were five acquittals and two convictions.
- Υπήρξαν πέντε αθωώσεις και δυο καταδίκες.
- ⮡ The conviction of the accused surprised us.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πεποίθηση, η πίστη, μια ισχυρή γνώμη ή πεποίθηση
- (μη μετρήσιμο) η πειστικότητα, η πίστη, η ιδιότητα του να δείξω ότι πιστεύω πολύ σε αυτό που λέω
- ⮡ She spoke with real conviction.
- Μίλησε πραγματικά με πειστικότητα.
- ⮡ His promises lacked conviction.
- Οι υποσχέσεις του δεν είχαν πειστικότητα.
- ⮡ He fights with conviction for his ideas.
- Αγωνίζεται με πίστη για τις ιδέες του.
- ⮡ He is distinguished by his deep conviction to duty.
- Τον διακρίνει βαθιά πίστη στο καθήκον.
- ⮡ She spoke with real conviction.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
conviction (fr) θηλυκό (πληθυντικός convictions)