Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
aptitude
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Συνώνυμα
1.2
Πηγές
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
aptitude
aptitudes
Ουσιαστικό
επεξεργασία
aptitude
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
η
κλίση
, η
έφεση
, η έμφυτη ικανότητα να κάνει κάτι
⮡
He showed a great
aptitude
for music.
Έδειξε μεγάλη
κλίση
στη μουσική.
⮡
She has an
aptitude
for foreign languages.
Έχει
έφεση
στις ξένες γλώσσες.
Συνώνυμα
επεξεργασία
ability
capacity
faculty
Πηγές
επεξεργασία
aptitude
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
aptitude
aptitudes
aptitude
(fr)
θηλυκό
η
ικανότητα
, η
αξιοσύνη