aptitude
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aptitude | aptitudes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaptitude (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η κλίση, η έφεση, η έμφυτη ικανότητα να κάνει κάτι
- ↪ He showed a great aptitude for music.
- Έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική.
- ↪ She has an aptitude for foreign languages.
- Έχει έφεση στις ξένες γλώσσες.
- ↪ He showed a great aptitude for music.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aptitude | aptitudes |
aptitude (fr) θηλυκό