aptitude
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
aptitude (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aptitude | aptitudes |
aptitude (fr) θηλυκό
aptitude (en)
ενικός | πληθυντικός |
aptitude | aptitudes |
aptitude (fr) θηλυκό