ενικός         πληθυντικός  
capacity capacities

  Ετυμολογία

επεξεργασία
capacity < μέση αγγλική capacite (< παλαιά γαλλική capacite < λατινική capacitas)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəˈpæsɪti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

capacity (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η χωρητικότητα, ο αριθμός των πραγμάτων ή των ανθρώπων που μπορεί να χωρέσει ένα δοχείο ή χώρος
    ⮡  a container with a capacity of one liter - δοχείο με χωρητικότητα ένα λίτρο/χωρητικότητας ενός λίτρου
    ⮡  This box/cabinet has a large capacity.
    Aυτό το κιβώτιο/ντουλάπι έχει μεγάλη χωρητικότητα.
    ⮡  What is the capacity of the theater?
    Τι χωρητικότητα έχει το θέατρο;
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η ικανότητα για επίτευξη ενός στόχου ή διεξαγωγής μιας διεργασίας
    ⮡  his capacity for happiness - η ικανότητά του για ευτυχία
    ⮡  lifting/heat-absorption capacity - ικανότητα ανύψωσης/απορρόφησης θερμότητας
    ⮡  his capacity for learning new things - η ικανότητά του να μαθαίνει νέα πράγματα
  3. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η ιδιότητα, η επίσημη θέση ή λειτουργία που έχει κάποιος
    ⮡  in my capacity as a teacher - υπό την ιδιότητά μου ως δάσκαλος
    ⮡  I am acting in my official capacity.
    Ενεργώ υπό την επίσημη ιδιότητά μου.
  4. το μέγιστο ποσό ή πλήθος από κάτι που μπορεί να διεκπεραιωθεί, να συγκεντρωθεί κ.ο.κ.
  5. η μέγιστη δυνατή παραγωγή μιας μηχανής ή μιας παραγωγικής διαδικασίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • capacity στην αγγλική Βικιπαίδεια