ενεστώτας talk out of
γ΄ ενικό ενεστώτα talks out of
αόριστος talked out of
παθητική μετοχή talked out of
ενεργητική μετοχή talking out of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
talk out of < → δείτε τις λέξεις talk, out και of

talk out of (en)

  • μεταπείθω, πείθω κάποιον να μην κάνει κάτι
    ⮡  I talked him out of buying it.
    Τον μετάπεισα και δεν το αγόρασε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince