πειθαρχημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.θaɾ.çiˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
πειθαρχημένος -η -ο
- αυτός που δείχνει αυτοπειθαρχία, που λειτουργεί με σύστημα, πρόγραμμα, οργανωμένα, με αυτοσυγκράτηση, κανόνες και όρια όχι αυθόρμητα και παρορμητικά
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειθαρχημένος