↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρέμπελος η ρέμπελη το ρέμπελο
      γενική του ρέμπελου της ρέμπελης του ρέμπελου
    αιτιατική τον ρέμπελο τη ρέμπελη το ρέμπελο
     κλητική ρέμπελε ρέμπελη ρέμπελο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρέμπελοι οι ρέμπελες τα ρέμπελα
      γενική των ρέμπελων των ρέμπελων των ρέμπελων
    αιτιατική τους ρέμπελους τις ρέμπελες τα ρέμπελα
     κλητική ρέμπελοι ρέμπελες ρέμπελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρέμπελος < μεσαιωνική ελληνική ρέμπελος[1] < βενετική rebelo[2] (επαναστάτης, ρέμπελος) < λατινική rebellis < rebello < bellum

  Επίθετο

επεξεργασία

ρέμπελος, -η, -ο

  1. (παρωχημένο) επαναστάτης
  2. (παρωχημένο) στρατιώτης άτακτων στρατιωτικών σωμάτων
  3. που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ρεμπελεύει
    "Σταμάτα να είσαι ρέμπελος παίζοντας χαρτιά όλη μέρα στο καφενείο και βρες μια δουλειά!" είπε η μητέρα του σε αυστηρό ύφος."
     συνώνυμα: ακαμάτης, ανεπρόκοπος, αργόσχολος, τεμπέλης, ρεμπεσκές
  4. που ταιριάζει σε έναν τέτοιο άνθρωπο
     συνώνυμα: τεμπέλικος


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ρέμπελοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ρεμπελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας