↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμπέλεμα τα ρεμπελέματα
      γενική του ρεμπελέματος των ρεμπελεμάτων
    αιτιατική το ρεμπέλεμα τα ρεμπελέματα
     κλητική ρεμπέλεμα ρεμπελέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεμπέλεμα < ρεμπελεύω + -μα < μεσαιωνική ελληνική ρεμπελεύω[1] [2] < ρέμπελος < βενετική rebelo[1] (επαναστάτης, ρέμπελος) < λατινική rebellis < rebello < bellum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεμπέλεμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ρεμπέλεμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ρεμπελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ρεμπελεύωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)