Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεμπελεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρεμπελεύω[1] [2] < ρέμπελος < βενετική rebelo[1] (επαναστάτης, ρέμπελος) < λατινική rebellis < rebello < bellum

ρεμπελεύω

  1. (παρωχημένο) ζω χωρίς να εργάζομαι, χωρίς να κάνω κάτι το κοινωνικά αποδεκτό, τεμπελιάζω
  2. (παρωχημένο) τριγυρνάω άσκοπα, αλητεύω
  3. (παρωχημένο) επαναστατώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ρεμπελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ρεμπελεύωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)