ρεμπελεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεμπελεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρεμπελεύω[1] [2] < ρέμπελος < βενετική rebelo[1] (επαναστάτης, ρέμπελος) < λατινική rebellis < rebello < bellum
Ρήμα
επεξεργασίαρεμπελεύω
- (παρωχημένο) ζω χωρίς να εργάζομαι, χωρίς να κάνω κάτι το κοινωνικά αποδεκτό, τεμπελιάζω
- (παρωχημένο) τριγυρνάω άσκοπα, αλητεύω
- (παρωχημένο) επαναστατώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρέμπελος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρεμπελεύω | ρεμπέλευα | θα ρεμπελεύω | να ρεμπελεύω | ρεμπελεύοντας | |
β' ενικ. | ρεμπελεύεις | ρεμπέλευες | θα ρεμπελεύεις | να ρεμπελεύεις | ρεμπέλευε | |
γ' ενικ. | ρεμπελεύει | ρεμπέλευε | θα ρεμπελεύει | να ρεμπελεύει | ||
α' πληθ. | ρεμπελεύουμε | ρεμπελεύαμε | θα ρεμπελεύουμε | να ρεμπελεύουμε | ||
β' πληθ. | ρεμπελεύετε | ρεμπελεύατε | θα ρεμπελεύετε | να ρεμπελεύετε | ρεμπελεύετε | |
γ' πληθ. | ρεμπελεύουν(ε) | ρεμπέλευαν ρεμπελεύαν(ε) |
θα ρεμπελεύουν(ε) | να ρεμπελεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρεμπέλεψα | θα ρεμπελέψω | να ρεμπελέψω | ρεμπελέψει | ||
β' ενικ. | ρεμπέλεψες | θα ρεμπελέψεις | να ρεμπελέψεις | ρεμπέλεψε | ||
γ' ενικ. | ρεμπέλεψε | θα ρεμπελέψει | να ρεμπελέψει | |||
α' πληθ. | ρεμπελέψαμε | θα ρεμπελέψουμε | να ρεμπελέψουμε | |||
β' πληθ. | ρεμπελέψατε | θα ρεμπελέψετε | να ρεμπελέψετε | ρεμπελέψτε | ||
γ' πληθ. | ρεμπέλεψαν ρεμπελέψαν(ε) |
θα ρεμπελέψουν(ε) | να ρεμπελέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρεμπελέψει | είχα ρεμπελέψει | θα έχω ρεμπελέψει | να έχω ρεμπελέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ρεμπελέψει | είχες ρεμπελέψει | θα έχεις ρεμπελέψει | να έχεις ρεμπελέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ρεμπελέψει | είχε ρεμπελέψει | θα έχει ρεμπελέψει | να έχει ρεμπελέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρεμπελέψει | είχαμε ρεμπελέψει | θα έχουμε ρεμπελέψει | να έχουμε ρεμπελέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ρεμπελέψει | είχατε ρεμπελέψει | θα έχετε ρεμπελέψει | να έχετε ρεμπελέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρεμπελέψει | είχαν ρεμπελέψει | θα έχουν ρεμπελέψει | να έχουν ρεμπελέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεμπελεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ρεμπελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ρεμπελεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)