ρεμπελιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρεμπελιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρεμπελιάζω | ρεμπέλιαζα | θα ρεμπελιάζω | να ρεμπελιάζω | ρεμπελιάζοντας | |
β' ενικ. | ρεμπελιάζεις | ρεμπέλιαζες | θα ρεμπελιάζεις | να ρεμπελιάζεις | ρεμπέλιαζε | |
γ' ενικ. | ρεμπελιάζει | ρεμπέλιαζε | θα ρεμπελιάζει | να ρεμπελιάζει | ||
α' πληθ. | ρεμπελιάζουμε | ρεμπελιάζαμε | θα ρεμπελιάζουμε | να ρεμπελιάζουμε | ||
β' πληθ. | ρεμπελιάζετε | ρεμπελιάζατε | θα ρεμπελιάζετε | να ρεμπελιάζετε | ρεμπελιάζετε | |
γ' πληθ. | ρεμπελιάζουν(ε) | ρεμπέλιαζαν ρεμπελιάζαν(ε) |
θα ρεμπελιάζουν(ε) | να ρεμπελιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρεμπέλιασα | θα ρεμπελιάσω | να ρεμπελιάσω | ρεμπελιάσει | ||
β' ενικ. | ρεμπέλιασες | θα ρεμπελιάσεις | να ρεμπελιάσεις | ρεμπέλιασε | ||
γ' ενικ. | ρεμπέλιασε | θα ρεμπελιάσει | να ρεμπελιάσει | |||
α' πληθ. | ρεμπελιάσαμε | θα ρεμπελιάσουμε | να ρεμπελιάσουμε | |||
β' πληθ. | ρεμπελιάσατε | θα ρεμπελιάσετε | να ρεμπελιάσετε | ρεμπελιάστε | ||
γ' πληθ. | ρεμπέλιασαν ρεμπελιάσαν(ε) |
θα ρεμπελιάσουν(ε) | να ρεμπελιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρεμπελιάσει | είχα ρεμπελιάσει | θα έχω ρεμπελιάσει | να έχω ρεμπελιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρεμπελιάσει | είχες ρεμπελιάσει | θα έχεις ρεμπελιάσει | να έχεις ρεμπελιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρεμπελιάσει | είχε ρεμπελιάσει | θα έχει ρεμπελιάσει | να έχει ρεμπελιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρεμπελιάσει | είχαμε ρεμπελιάσει | θα έχουμε ρεμπελιάσει | να έχουμε ρεμπελιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρεμπελιάσει | είχατε ρεμπελιάσει | θα έχετε ρεμπελιάσει | να έχετε ρεμπελιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρεμπελιάσει | είχαν ρεμπελιάσει | θα έχουν ρεμπελιάσει | να έχουν ρεμπελιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεμπελιάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ρεμπελιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρεμπελιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)