↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμπελιό τα ρεμπελιά
      γενική του ρεμπελιού των ρεμπελιών
    αιτιατική το ρεμπελιό τα ρεμπελιά
     κλητική ρεμπελιό ρεμπελιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεμπελιό < βενετική rebelion < rebelo (επαναστάτης, ρέμπελος) < λατινική rebellis < rebello < bellum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεμπελιό ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) η εξέγερση, η επανάσταση
    το ρεμπελιό των ποπολάρων
  2. (παρωχημένο) τεμπέλικη ζωή, το αραλίκι
  3. (παρωχημένο, ιδιωματικό) αταξία, αδιαφορία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία