ποπολάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποπολάρος αρσενικό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) άτομο που δεν είναι αριστοκράτης, ευγενικής καταγωγής· που ανήκει στις λαϊκές τάξεις
- ※ Ποπολάρος θα πη άνθρωπος του λαού. Έτσι ωνόμαζαν στη Ζάκυνθο τους πληβείους επί Βενετοκρατίας ως τα τέλη σχεδόν του περασμένου αιώνος. Ποπολάρος ήταν κι' ο νέος Ζέπος Πεμπονάρης, ο ήρως του έργου. Ο πατέρας του, ένας πλούσιος σταφιδέμπορος […]
- Φυλλάδιο παράστασης του 1933 από το Εθνικό Θέατρο του έργου Ο ποπολάρος του Γρ. Ξενόπουλου, Εθνικό Θέατρο - Ψηφιοποιημένο αρχείο· πρόσβαση: 2021-06-10
- ※ Ποπολάρος θα πη άνθρωπος του λαού. Έτσι ωνόμαζαν στη Ζάκυνθο τους πληβείους επί Βενετοκρατίας ως τα τέλη σχεδόν του περασμένου αιώνος. Ποπολάρος ήταν κι' ο νέος Ζέπος Πεμπονάρης, ο ήρως του έργου. Ο πατέρας του, ένας πλούσιος σταφιδέμπορος […]
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποπολάρος
|