Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποπολάρος οι ποπολάροι
      γενική του ποπολάρου των ποπολάρων
    αιτιατική τον ποπολάρο τους ποπολάρους
     κλητική ποπολάρε ποπολάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποπολάρος < ιταλική popolo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποπολάρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία