παρήκοος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παρήκοος | η | παρήκοη | το | παρήκοο |
γενική | του | παρήκοου | της | παρήκοης | του | παρήκοου |
αιτιατική | τον | παρήκοο | την | παρήκοη | το | παρήκοο |
κλητική | παρήκοε | παρήκοη | παρήκοο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παρήκοοι | οι | παρήκοες | τα | παρήκοα |
γενική | των | παρήκοων | των | παρήκοων | των | παρήκοων |
αιτιατική | τους | παρήκοους | τις | παρήκοες | τα | παρήκοα |
κλητική | παρήκοοι | παρήκοες | παρήκοα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρήκοος < παράκουος [1] < παρακούω < αρχαία ελληνική παρακούω < παρά + ἀκούω με έκταση του αρχικού ἀ λόγω της σύνθεσης (πβ υπήκοος, παρήκουσα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾi.ko.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρή‐κο‐ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παρήκοος
- άλλη μορφή του παράκουος
Συνώνυμα, ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παράκουος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρήκοος
|
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)