σα σ' ακούω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
σα σ' ακούω
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) Τι είναι αυτά που λες; Τι λόγια ακούω από εσένα; (έκφραση αποδοκιμασίας)
- ※ Σὰ σ' ἀκούω, δυχατέρα!. . . (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα (1903), κεφάλαιο Β)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σα σ' ακούω
|