Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισακούω < αρχαία ελληνική εἰσακούω

  Ρήμα επεξεργασία

εισακούω, στ.μέλλ.: θα εισακούσω, αόρ.: εισάκουσα, παθ.φωνή: εισακούομαι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία