ωτακουστής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ωτακουστής < αρχ. ὠτακουστής < ὦτα (αυτιά) και ακούω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ωτακουστής αρσενικό
- αυτός που κρυφακούει (Μοιάζει με επανάληψη ταυτόσημων εννοιών (ώτα + ακούω) αφού μόνο με τα αυτιά ακούμε, αλλά αρχικά το ακούω σήμαινε ακούω πολύ καλά. Επίσης η λέξη υποδήλωνε ότι κάποιος πληροφορείτο κάτι μόνο με τα αυτιά του, χωρίς να βλέπει εκείνους που μιλούν ή να τον βλέπουν εκείνοι, σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλέφωνο -κατά συνέπεια η μόνη περίπτωση τότε να ακούς αλλά να μη βλέπεις τον ομιλητή, ήταν να ακούς κρυφά ή να είσαι τυφλός)
Επεξεργασία
ὠτακουστέω-ῶ αρχ. ρήμα, δόκιμο μόνο στον ενεστώτα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ωτακουστής