ωτακουστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωτακουστικός < γαλλ. otacoustique < αρχ. ὠτακουστής
Επίθετο
επεξεργασία
ωτακουστικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωτακουστικός