φιλήκοος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φιλήκοος < αρχαία ελληνική φιλήκοος < φιλώ + ακοή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φιλήκοος
- ο καλός ακροατής, αυτός που του αρέσει να ακούει τους άλλους, τον καημό τους ή όσα έχουν γενικά να πουν
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φιλήκοος