πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλήκοος η φιλήκοος
& φιλήκοη
το φιλήκοο
      γενική του φιληκόου
& φιλήκοου
της φιληκόου
& φιλήκοης
του φιληκόου
& φιλήκοου
    αιτιατική τον φιλήκοο τη φιλήκοο
& φιλήκοη
το φιλήκοο
     κλητική φιλήκοε φιλήκοε
& φιλήκοη
φιλήκοο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλήκοοι οι φιλήκοοι
& φιλήκοες
τα φιλήκοα
      γενική των φιληκόων
& φιλήκοων
των φιληκόων
& φιλήκοων
των φιληκόων
& φιλήκοων
    αιτιατική τους φιληκόους
& φιλήκοους
τις φιληκόους
& φιλήκοες
τα φιλήκοα
     κλητική φιλήκοοι φιλήκοοι
& φιλήκοες
φιλήκοα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλήκοος < αρχαία ελληνική φιλήκοος < φιλώ + ακοή

φιλήκοος

  • ο καλός ακροατής, αυτός που του αρέσει να ακούει τους άλλους, τον καημό τους ή όσα έχουν γενικά να πουν

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα