Δείτε επίσης: ἀκροάζομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακροάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροάζομαι < μεταπλασμένος τύπος του ἀκροάομαι / ἀκροῶμαι [1]
για τον ιατρικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ausculter [2]
 
γιατρός που ακροάζεται ασθενή

ακροάζομαι, αόρ.: ακροάστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. ακούω πάρα πολύ προσεκτικά κάτι
  2. (ειδικότερα, ιατρική) εξετάζω ασθενή ακούγοντας τους ήχους που δημιουργούνται στο θώρακα ή την κοιλιακή χώρα με ή χωρίς ειδικό ακουστικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ακροάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας