ακροαστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακροαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιατρική) ένδειξη πάθησης
- πήγα στο γιατρό και μου βρήκε ακροαστικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακροαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακροαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακροαστικό