Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνακρόαση οι συνακροάσεις
      γενική της συνακρόασης* των συνακροάσεων
    αιτιατική τη συνακρόαση τις συνακροάσεις
     κλητική συνακρόαση συνακροάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνακροάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνακρόαση < συν- + ακρόαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνακρόαση θηλυκό

  • όταν κάποιος παρακολουθεί τηλεφωνική συνομιλία χωρίς να γίνει αντιληπτός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία