Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροαστικός η ακροαστική το ακροαστικό
      γενική του ακροαστικού της ακροαστικής του ακροαστικού
    αιτιατική τον ακροαστικό την ακροαστική το ακροαστικό
     κλητική ακροαστικέ ακροαστική ακροαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροαστικοί οι ακροαστικές τα ακροαστικά
      γενική των ακροαστικών των ακροαστικών των ακροαστικών
    αιτιατική τους ακροαστικούς τις ακροαστικές τα ακροαστικά
     κλητική ακροαστικοί ακροαστικές ακροαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροαστικός < ἀκρόασις + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.a.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐α‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ακροαστικός, -ή, -ό

  • (ιατρική)
    1. (για μέρη του σώματος) που μπορούν να τον ακροαστούν
      Εχεις ακροαστικά, ίσως είναι βρογχίτιδα
    2. που μπορεί να συμβεί με την ακρόαση ή να δημιουργηθεί κάτι από αυτή
    3. (ουσιαστικοποιημένο) ακροαστικά: ανακαλύψεις που βρέθηκαν με την ιατρική εξέταση της ακρόασης

  Μεταφράσεις επεξεργασία