ανήκουστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανήκουστος < αρχαία ελληνική ἀνήκουστος < ἀκούω
Επίθετο
επεξεργασίαανήκουστος -η -ο
- που δεν έχει ακουστεί ξανά
- (μεταφορικά) απίστευτος
- (παρωχημένο) αναπολόγητος
Δείτε επίσης : ανάκουστος |
ανήκουστος -η -ο