Ετυμολογία

επεξεργασία
inaudible < in- + audible

  Επίθετο

επεξεργασία

inaudible (en) (χωρίς παραθετικά)



      ενικός         πληθυντικός  
inaudible inaudibles

  Επίθετο

επεξεργασία

inaudible (fr) αρσενικό ή θηλυκό