inaudible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinaudible (en) (χωρίς παραθετικά)
- που δεν μπορεί να ακουστεί
- ⮡ The sound is inaudible to the human ear.
- Ο ήχος δεν ακούγεται στο ανθρώπινο αυτί.
- ⮡ a nearly inaudible noise - ένας ανεπαίσθητος θόρυβος
- ≠ αντώνυμα: audible
- ⮡ The sound is inaudible to the human ear.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inaudible | inaudibles |
Επίθετο
επεξεργασίαinaudible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί να ακουστεί