παραθετικά
θετικός unbelievable
συγκριτικός more unbelievable
υπερθετικός most unbelievable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unbelievable < un- + believable

  Επίθετο

επεξεργασία

unbelievable (en)

  1. απίστευτος, που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι αληθινός
    ⮡  What you are telling me is unbelievable.
    Aυτά που μου λες είναι απίστευτα.
     συνώνυμα:  improbable, incredible και unlikely
  2. απίστευτος, θαυμάσιος, πολύ ωραίος
    ⮡  It is incredible what he did in two years.
    Είναι απίστευτο το τι έκανε μέσα σε δύο χρόνια.
    ⮡  The view from the tower is unbelievable.
    Η θέα από τον πύργο είναι απίστευτη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellent