incredible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | incredible |
συγκριτικός | more incredible |
υπερθετικός | most incredible |
Επίθετο
επεξεργασίαincredible (en)
- απίστευτος, που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι αληθινός
- ↪ What you are telling me is incredible.
- Aυτά που μου λες είναι απίστευτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unbelievable
- ↪ What you are telling me is incredible.
- απίστευτος, εκπληκτικός, θαυμάσιος