ακοολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακοολογία θηλυκό
- (ιατρική) ο ιατρικός κλάδος που εξετάζει τους μηχανισμούς της ακοής και τις παθήσεις που σχετίζονται μ’ αυτούς καθώς και τους τρόπους θεραπείας τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ακοολογία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακοολογία
|